- ακροκέραμος
- το декоративный ряд черепиц (крыши)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροκέραμος — ακροκέραμος, ο και ακροκέραμο, το διακοσμητικό κεραμίδι, που τοποθετείται όρθιο στις άκριες της στέγης ή στις γωνιές των αετωμάτων, συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις: Τα ακροκέραμα σήμερα έχουν γίνει κάτι το σπάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροκέραμος — Διακοσμητικό στοιχείο, πήλινο ή μαρμάρινο, που τοποθετούσαν στους αρχαίους ελληνικούς, ετρουσκικούς και ρωμαϊκούς ναούς, στις άκρες των κεραμιδιών. Με την ίδια λέξη χαρακτηρίζεται και το κεραμίδι, με το οποίο αποτελούσε ένα σώμα. Τα διακοσμητικά… … Dictionary of Greek
ακροκεράμωτος — η, ο [ακροκέραμος] λέγεται για το κτήριο που έχει επάνω στη στέγη του ακροκεράμους … Dictionary of Greek
ακρωτήριος — ία, ιον αυτός που ανήκει στο άκρον «ακρωτήρια κεραμίς» ακροκέραμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκρος, με επίδραση τής λ. ακρωτήριο] … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek